Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

H παιδική παχυσαρκία στην Ευρώπη.


Σε επιδημία έχει εξελιχθεί η παχυσαρκία μεταξύ των παιδιών και των νέων ανθρώπων στην Ευρώπη. Στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) αποκαλύπτουν ότι ένα στα πέντε παιδιά στη «γηραιά» ήπειρο είναι υπέρβαρο. Οι επιστήμονες απ' όλη την Ευρώπη ανησυχούν για τη μελλοντική υγεία των παχύσαρκων ή υπέρβαρων παιδιών.
Στο 14ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Παχυσαρκίας, ΕCO 2005 που διοργανώθηκε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα οι επιστήμονες επικαλέστηκαν σειρά μελετών και στοιχείων, προκειμένου να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την παιδική παχυσαρκία. Ειδικά για τη Ελλάδα αλλά και για την Κύπρο, υπογράμμισαν ότι η κατάσταση εμφανίζεται δυσοίωνη, καθώς τα παιδιά έχουν από τους σχετικά υψηλότερους δείκτες παχυσαρκίας στην Ευρώπη. Τα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι το 20% των μαθητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπέρβαρο, γεγονός το οποίο ελλοχεύει κινδύνους για την υγεία τους ως ενήλικες.
Από τα παιδιά αυτά, ένα στα πέντε είναι παχύσαρκο και υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να εμφανίσουν νωρίς σημάδια καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη ή παθήσεων του ήπατος. Οι επιδημιολόγοι προειδοποιούν ότι πρέπει να εφαρμοστεί εκτεταμένο σχέδιο πρόληψης της παιδικής παχυσαρκίας, καθώς ο αριθμός των παιδιών με βάρος πάνω από το φυσιολογικό αυξάνεται σταθερά την τελευταία 20ετία. Προβλέπουν, δε, ότι αν δεν γίνουν αυτά που πρέπει στον τομέα της πρόληψης, η αύξηση θα συνεχιστεί, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την υγεία των μελλοντικών Ευρωπαίων.
Από στοιχεία μελετών προκύπτει ότι στις ηλικίες 7-11 ετών, η Ελλάδα κατέχει την 11η υψηλότερη θέση, μεταξύ 20 χωρών, στο ποσοστό των παχύσαρκων ή υπέρβαρων παιδιών. Ποσοστό πάνω από 20% των παιδιών ανήκει σε αυτή την ομάδα. Το δυσάρεστο είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει πολύ υψηλότερη κατάταξη, εάν εξεταστεί μόνο το ποσοστό των παχύσαρκων παιδιών, κατέχοντας μόλις την πέμπτη θέση (9%), μετά την Πορτογαλία, το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα και την Ισπανία.
Στις ηλικίες 13-17 ετών, η Ελλάδα μοιράζεται τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε ποσοστό παχύσαρκων και υπέρβαρων εφήβων (23%) με την Κύπρο, την Ιταλία και την Ιρλανδία, με πρώτη την Αγγλία (25%). Μιλώντας στο Συνέδριο ο Καθηγητής Παθολογίας Ιατρικής Σχολής και Διευθυντής της Α' Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Διαβητολογικού Κέντρου, ΓΝΑ «Λαϊκό» δρ Νικόλαος Κατσιλάμπρος, ανέφερε τα εξής:
«Είναι γνωστό ότι τα παχύσαρκα άτομα αποθνήσκουν πολύ συχνότερα από τα μη παχύσαρκα από καρδιαγγειακά νοσήματα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ενδιαφέρουσες μελέτες, κυρίως από την ομάδα της Καθηγήτριας κυρίας Τριχοπούλου, που αναφέρονται στη σχέση της μεσογειακής δίαιτας και της επιβιώσεως ατόμων στην Ελλάδα. Οι μελέτες αυτές που έγιναν σε περίπου 22.000 ενήλικα άτομα μάς υποδεικνύουν ότι υψηλότερος βαθμός προσηλώσεως στη μεσογειακή δίαιτα συσχετίζετο με μία ελάττωση της ολικής θνητότητας. Ήταν ακόμη σαφής μια αρνητική συσχέτιση του υψηλού βαθμού εφαρμογής της δίαιτας αυτής με τους θανάτους, τόσο από καρδιαγγειακά νοσήματα όσο και από καρκίνο.
Η κλασική μεσογειακή δίαιτα 'είπε- περιλαμβάνει, ως γνωστόν, αναλογικά αυξημένη πρόσληψη οσπρίων, λαχανικών, φρούτων και δημητριακών, ως επί το πλείστον μη επεξεργασμένων, προτίμηση στο ελαιόλαδο ως την κύρια πηγή λίπους, περιορισμό του ζωικού λίπους, μια χαμηλή έως μέτρια πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και μικρή αλλά τακτική λήψη οινοπνεύματος. Σ' αυτές τις βάσεις στηρίζεται σήμερα η διαιτητική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και πολλώ μάλλον σ' αυτές τις βάσεις στηρίζεται η πρόληψη της παχυσαρκίας αυτής καθ' εαυτήν, αλλά και των καρδιαγγειακών της επιπτώσεων.
Στο πλαίσιο της παχυσαρκίας ιδιαίτερα συζητείται η σχέση της με το λεγόμενο Μεταβολικό Σύνδρομο (συνάθροιση ορισμένων παθολογικών εκδηλώσεων που κυρίως συνίσταται σε ύπαρξη διαβήτη, υπερτάσεως, αύξησης των τριγλυκεριδίων, μείωσης της HDL χοληστερόλης και κοιλιακής παχυσαρκίας). Αυτό το σύνδρομο έχει ως κοινό παρονομαστή την αντίσταση στην ινσουλίνη, την ορμόνη που «καίει» το σάκχαρο. Ορισμένες σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι μία προσήλωση στις αρχές της μεσογειακής δίαιτας σχετίζεται με απώλεια βάρους και βελτίωση των παθολογικών βιοχημικών παραμέτρων που παρατηρούνται στο Μεταβολικό Σύνδρομο. Εξάλλου, μια τέτοια δίαιτα συνδυάζεται με χαμηλότερο σωματικό βάρος, τόσο σε διαβητικό όσο και σε μη διαβητικό πληθυσμό. Τέλος, μια δίαιτα πλούσια σε λαχανικά, όσπρια, δημητριακά και φρούτα διευκολύνει την απώλεια βάρους, καθότι επάγει τον κορεσμό».
Στο Συνέδριο ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ρόλο της άσκησης στην αντιμετώπιση αλλά και πρόληψη της παχυσαρκίας. Αναφερόμενος σε πρόσφατη μελέτη ο καθηγητής Κατσιλάμπρος είπε τα εξής: «Ο μόνος σημαντικός προγνωστικός παράγων για το σωματικό βάρος παιδιών ηλικίας 3-6 ετών είναι ο χρόνος που καταναλίσκουν παρακολουθώντας τηλεόραση, και όχι οι διαιτητικές τους συνήθειες. Μια γενικότερη πρόοδος που υπόσχεται πολλά στον τομέα της παχυσαρκίας, επεσήμανε, είναι η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη των ιδιοτήτων μιας ορμόνης που ονομάζεται γκρελίνη και που εκκρίνεται κατά κύριο λόγο από το στόμαχο. Η ουσία αυτή επιδρά στον εγκέφαλο (υποθάλαμο) όπου διεγείρει την όρεξη. Κατά περίεργο τρόπο, τα παχύσαρκα άτομα έχουν χαμηλή γκρελίνη στο αίμα τους και επιπλέον δεν παρουσιάζουν στον αναμενόμενο βαθμό τις ημερήσιες διακυμάνσεις αυτής της ορμόνης. Ειδικότερα, η δική μας ομάδα έδειξε ότι ένα αμυλούχο γεύμα προκαλεί μείωση της γκρελίνης μόνο στους αδύνατους και όχι στους παχύσαρκους. Επιπλέον, δείξαμε ότι η πρόσληψη ενός λιπαρού γεύματος δεν αλλάζει τις συγκεντρώσεις της γκρελίνης, όχι μόνο στους παχύσαρκους, αλλά ούτε και στους λεπτόσωμους ανθρώπους.
Τα ευρήματα αυτά μάς υποδεικνύουν ότι οι παχύσαρκοι δεν μπορούν εύκολα να χορτάσουν διότι παρουσιάζουν διαταραχές του μηχανισμού κορεσμού, και, επιπλέον, ότι η λήψη ενός λιπαρού γεύματος ενδεχομένως δεν μπορεί να προκαλέσει εύκολα κορεσμό, αφού δεν μειώνεται η ορεξιογόνος αυτή ορμόνη. Παλαιότερα νόμιζε κανείς ότι οι παχύσαρκοι είναι παχύσαρκοι διότι δεν «καίουν» το λίπος. Νεότερα δεδομένα στα οποία συμπεριλαμβάνονται πρόσφατες πρωτότυπες παρατηρήσεις μάς δείχνουν ότι ο βαθμός οξειδώσεως όλων των θρεπτικών συστατικών των τροφών -και ασφαλώς του λίπους- δεν είναι διαφορετικός στους παχύσαρκους. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα της παχυσαρκίας αποτελεί συνέπεια αυξημένης πρόσληψης τροφής».
Σ' ό,τι αφορά τα φάρμακα, είπε ότι τόσο η Ορλιστάτη όσο και η Σιμπουτραμίνη, που κυκλοφορούν σε πολλές χώρες δρουν ευνοϊκά, με την αυστηρή όμως προϋπόθεση ότι πρέπει να συνδυάζονται με μια λογική δίαιτα. Πάντως, το μέλλον επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ήδη σε στάδιο προχωρημένων κλινικών δοκιμών, κατέληξε, βρίσκεται η ουσία Rimonabant που αναστέλλει την όρεξη αλλά και αυξάνει τις καύσεις του οργανισμού».
Το ΕCO 2005 αποτελεί το σπουδαιότερο ευρωπαϊκό επιστημονικό γεγονός στον τομέα της παχυσαρκίας και διοργανώνεται κάθε χρόνο από μία εθνική Επιστημονική Εταιρεία, μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας EASO). Το Συνέδριο διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, του Δήμου Αθηναίων, της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου